άπιοτος

άπιοτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τον ήπιαν ακόμη ή τον άφησαν ως υπόλοιπο
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει πιει κρασί ή που δεν μέθυσε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άπιοτος — η, ο 1. αυτός που δεν πιώθηκε ή δεν πίνεται: Είχε ακόμη άπιοτο το γάλα του. 2. αυτός που δεν ήπιε κρασί ή άλλο μεθυστικό ποτό, αμέθυστος: Ευτυχώς, κείνη την ημέρα ήταν άπιοτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”